αμμόλουτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμμόλουτρο | τα | αμμόλουτρα |
| γενική | του | αμμόλουτρου | των | αμμόλουτρων |
| αιτιατική | το | αμμόλουτρο | τα | αμμόλουτρα |
| κλητική | αμμόλουτρο | αμμόλουτρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμμόλουτρο < αμμό- + -λουτρο
Ουσιαστικό
αμμόλουτρο ουδέτερο
- η κάλυψη κάποιων μελών του σώματος με ζεστή άμμο σε μια παραλία, για θεραπευτικούς λόγους (αμμοθεραπεία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.