αμητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμητός | οι | αμητοί |
| γενική | του | αμητού | των | αμητών |
| αιτιατική | τον | αμητό | τους | αμητούς |
| κλητική | αμητέ | αμητοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμητός < ελληνιστική κοινή ἀμητός αρχαία ελληνική ἄμητος [1]
Αναφορές
- αμητός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.