ἀμεταδοσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀμεταδοσίᾱ | αἱ | ἀμεταδοσίαι |
| γενική | τῆς | ἀμεταδοσίᾱς | τῶν | ἀμεταδοσιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀμεταδοσίᾳ | ταῖς | ἀμεταδοσίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀμεταδοσίᾱν | τὰς | ἀμεταδοσίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀμεταδοσίᾱ | ἀμεταδοσίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμεταδοσίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμεταδοσίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀμεταδοσία < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι
Πηγές
- ἀμεταδοσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.