αμεσοδημοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμεσοδημοκρατία | οι | αμεσοδημοκρατίες |
| γενική | της | αμεσοδημοκρατίας | των | αμεσοδημοκρατιών |
| αιτιατική | την | αμεσοδημοκρατία | τις | αμεσοδημοκρατίες |
| κλητική | αμεσοδημοκρατία | αμεσοδημοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμεσοδημοκρατία < συναρπαγή της φράσης άμεση δημοκρατία < άμεσ(η) + -ο- + δημοκρατία. Νεολογισμός αρχής 21ου αιώνα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.me.so.ði.mo.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐σο‐δη‐μο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
αμεσοδημοκρατία θηλυκό
- (ανεπίσημο) άμεση δημοκρατία· πολίτευμα στο οποίο ο κάθε πολίτης αποτελεί κυβερνητικό συστατικό
- (σε αντιδιαστολή:) αντιπροσωπευτική δημοκρατία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αμεσοδημοκρατία
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.