αμαλγαμωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαλγαμωτικός η αμαλγαμωτική το αμαλγαμωτικό
      γενική του αμαλγαμωτικού της αμαλγαμωτικής του αμαλγαμωτικού
    αιτιατική τον αμαλγαμωτικό την αμαλγαμωτική το αμαλγαμωτικό
     κλητική αμαλγαμωτικέ αμαλγαμωτική αμαλγαμωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαλγαμωτικοί οι αμαλγαμωτικές τα αμαλγαμωτικά
      γενική των αμαλγαμωτικών των αμαλγαμωτικών των αμαλγαμωτικών
    αιτιατική τους αμαλγαμωτικούς τις αμαλγαμωτικές τα αμαλγαμωτικά
     κλητική αμαλγαμωτικοί αμαλγαμωτικές αμαλγαμωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμαλγαμωτικός < αμαλγαμώνω + -τικός

Επίθετο

αμαλγαμωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.