αμαλγάμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαλγάμωση οι αμαλγαμώσεις
      γενική της αμαλγάμωσης* των αμαλγαμώσεων
    αιτιατική την αμαλγάμωση τις αμαλγαμώσεις
     κλητική αμαλγάμωση αμαλγαμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμαλγαμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμαλγάμωση < αμαλγαμώνω + -ωση

Ουσιαστικό

αμαλγάμωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.