αλυσιτέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλυσιτέλεια οι αλυσιτέλειες
      γενική της αλυσιτέλειας των αλυσιτελειών
    αιτιατική την αλυσιτέλεια τις αλυσιτέλειες
     κλητική αλυσιτέλεια αλυσιτέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλυσιτέλεια < α- στερητικό συν το ουσιαστικό λύση και το ρήμα τελώ.

Ουσιαστικό

αλυσιτέλεια θηλυκό

  • η μη δυνατότητα επιτυχούς υλοποίησης μιας συγκεκριμένης κατάστασης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.