αλτζερίνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλτζερίνικος | η | αλτζερίνικη | το | αλτζερίνικο |
| γενική | του | αλτζερίνικου | της | αλτζερίνικης | του | αλτζερίνικου |
| αιτιατική | τον | αλτζερίνικο | την | αλτζερίνικη | το | αλτζερίνικο |
| κλητική | αλτζερίνικε | αλτζερίνικη | αλτζερίνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλτζερίνικοι | οι | αλτζερίνικες | τα | αλτζερίνικα |
| γενική | των | αλτζερίνικων | των | αλτζερίνικων | των | αλτζερίνικων |
| αιτιατική | τους | αλτζερίνικους | τις | αλτζερίνικες | τα | αλτζερίνικα |
| κλητική | αλτζερίνικοι | αλτζερίνικες | αλτζερίνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλτζερίνικος < αλγερίνικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /al.d͡zeˈɾi.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐τζε‐ρί‐νι‐κος
Επίθετο
αλτζερίνικος, -η, -ο
- άλλη γραφή του αλγερίνικος, άλλη μορφή του αλγερινός
- ※ Α, να μ’ έπαιρνε μία βόμβα Αλτζερίνικη κ’ εμένα· / Νάπεφτα στης Σφακτηρίας ματωμένος το νερό, / Να μη χάσω τόνειρό μου, που με μάτια θολωμένα / Και στη φλόγα του πολέμου έβλεπα τόσον καιρό! (Αχιλλέας Παράσχος, Ο επαίτης [μέσω του: Γεώργιος Πετρόπουλος, Πολιτικοί-κοινωνικοί και εθνικοί προσανατολισμοί των Αθηναίων ρομαντικών του ΙΘ΄ αιώνος, διδακτορική διατριβή. Καλαμάτα: Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, 2018])
Μεταφράσεις
αλτζερίνικος
|
→ δείτε τη λέξη αλγερινός |
Πηγές
- αλγερίνικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.