αλουμινένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλουμινένιος η αλουμινένια το αλουμινένιο
      γενική του αλουμινένιου της αλουμινένιας του αλουμινένιου
    αιτιατική τον αλουμινένιο την αλουμινένια το αλουμινένιο
     κλητική αλουμινένιε αλουμινένια αλουμινένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλουμινένιοι οι αλουμινένιες τα αλουμινένια
      γενική των αλουμινένιων των αλουμινένιων των αλουμινένιων
    αιτιατική τους αλουμινένιους τις αλουμινένιες τα αλουμινένια
     κλητική αλουμινένιοι αλουμινένιες αλουμινένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλουμινένιος < αλουμίν(ιο) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.lu.miˈne.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλουμινένιος

Επίθετο

αλουμινένιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.