αλουμινάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλουμινάς | οι | αλουμινάδες |
| γενική | του | αλουμινά | των | αλουμινάδων |
| αιτιατική | τον | αλουμινά | τους | αλουμινάδες |
| κλητική | αλουμινά | αλουμινάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλουμινάς < αλουμίνιο
Ουσιαστικό
αλουμινάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος ή κατασκευαστής ειδών από αλουμίνιο
- (ειδικότερα) τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή και τοποθέτηση κουφωμάτων από αλουμίνιο
Μεταφράσεις
αλουμινάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.