αλογόνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλογόνο | τα | αλογόνα |
| γενική | του | αλογόνου | των | αλογόνων |
| αιτιατική | το | αλογόνο | τα | αλογόνα |
| κλητική | αλογόνο | αλογόνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλογόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (αλο- < αρχαία ελληνική ἅλς) + -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος < γίγνομαι)
Ουσιαστικό
αλογόνο ουδέτερο
- αλατογόνο
-
αλογόνο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.