αλογόνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλογόνο τα αλογόνα
      γενική του αλογόνου των αλογόνων
    αιτιατική το αλογόνο τα αλογόνα
     κλητική αλογόνο αλογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλογόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (αλο- < αρχαία ελληνική ἅλς) +‎ -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος < γίγνομαι)

Ουσιαστικό

αλογόνο ουδέτερο

  • (χημεία) ομάδα του περιοδικού πίνακα χημικών στοιχείων που αποτελείται από τα πέντε (5) συγγενικά χημικά στοιχεία φθόριο (F), χλώριο (Cl), βρώμιο (Br), ιώδιο (I) και αστάτιο (At) καθώς και το τεχνητό στοιχείο ουνουνσέπτιο (Uus)

  • αλατογόνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.