αλογομούρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλογομούρης | οι | αλογομούρηδες |
| γενική | του | αλογομούρη | των | αλογομούρηδων |
| αιτιατική | τον | αλογομούρη | τους | αλογομούρηδες |
| κλητική | αλογομούρη | αλογομούρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλογομούρης αρσενικό (θηλυκό αλογομούρα)
- αυτός που έχει πρόσωπο που μοιάζει του αλόγου
- (μεταφορικά) πανάσχημος άνθρωπος
- (αργκό) αυτός που ασχολείται με τις ιπποδρομίες
Μεταφράσεις
αλογομούρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.