αλογομούρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλογομούρης οι αλογομούρηδες
      γενική του αλογομούρη των αλογομούρηδων
    αιτιατική τον αλογομούρη τους αλογομούρηδες
     κλητική αλογομούρη αλογομούρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλογομούρης < άλογο + μούρη

Ουσιαστικό

αλογομούρης αρσενικό (θηλυκό αλογομούρα)

  1. αυτός που έχει πρόσωπο που μοιάζει του αλόγου
  2. (μεταφορικά) πανάσχημος άνθρωπος
  3. (αργκό) αυτός που ασχολείται με τις ιπποδρομίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.