αλληλοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοκτόνος η αλληλοκτόνα το αλληλοκτόνο
      γενική του αλληλοκτόνου της αλληλοκτόνας του αλληλοκτόνου
    αιτιατική τον αλληλοκτόνο την αλληλοκτόνα το αλληλοκτόνο
     κλητική αλληλοκτόνε αλληλοκτόνα αλληλοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοκτόνοι οι αλληλοκτόνες τα αλληλοκτόνα
      γενική των αλληλοκτόνων των αλληλοκτόνων των αλληλοκτόνων
    αιτιατική τους αλληλοκτόνους τις αλληλοκτόνες τα αλληλοκτόνα
     κλητική αλληλοκτόνοι αλληλοκτόνες αλληλοκτόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλληλοκτόνος < αλληλο- + -κτόνος

Επίθετο

αλληλοκτόνος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.