αλιμάριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλιμάριστος η αλιμάριστη το αλιμάριστο
      γενική του αλιμάριστου της αλιμάριστης του αλιμάριστου
    αιτιατική τον αλιμάριστο την αλιμάριστη το αλιμάριστο
     κλητική αλιμάριστε αλιμάριστη αλιμάριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλιμάριστοι οι αλιμάριστες τα αλιμάριστα
      γενική των αλιμάριστων των αλιμάριστων των αλιμάριστων
    αιτιατική τους αλιμάριστους τις αλιμάριστες τα αλιμάριστα
     κλητική αλιμάριστοι αλιμάριστες αλιμάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλιμάριστος < α- + λιμάρ(ω) + -ιστος

Επίθετο

αλιμάριστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη λίμα (1)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.