αλιθόστρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλιθόστρωτος | η | αλιθόστρωτη | το | αλιθόστρωτο |
| γενική | του | αλιθόστρωτου | της | αλιθόστρωτης | του | αλιθόστρωτου |
| αιτιατική | τον | αλιθόστρωτο | την | αλιθόστρωτη | το | αλιθόστρωτο |
| κλητική | αλιθόστρωτε | αλιθόστρωτη | αλιθόστρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλιθόστρωτοι | οι | αλιθόστρωτες | τα | αλιθόστρωτα |
| γενική | των | αλιθόστρωτων | των | αλιθόστρωτων | των | αλιθόστρωτων |
| αιτιατική | τους | αλιθόστρωτους | τις | αλιθόστρωτες | τα | αλιθόστρωτα |
| κλητική | αλιθόστρωτοι | αλιθόστρωτες | αλιθόστρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλιθόστρωτος < α- + λιθοστρώνω + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λιθοστρώνω
Πηγές
- αλιθόστρωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλιθόστρωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
αλιθόστρωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.