αλιθόστρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλιθόστρωτος η αλιθόστρωτη το αλιθόστρωτο
      γενική του αλιθόστρωτου της αλιθόστρωτης του αλιθόστρωτου
    αιτιατική τον αλιθόστρωτο την αλιθόστρωτη το αλιθόστρωτο
     κλητική αλιθόστρωτε αλιθόστρωτη αλιθόστρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλιθόστρωτοι οι αλιθόστρωτες τα αλιθόστρωτα
      γενική των αλιθόστρωτων των αλιθόστρωτων των αλιθόστρωτων
    αιτιατική τους αλιθόστρωτους τις αλιθόστρωτες τα αλιθόστρωτα
     κλητική αλιθόστρωτοι αλιθόστρωτες αλιθόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλιθόστρωτος < α- + λιθοστρώνω + -τος

Επίθετο

αλιθόστρωτος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.