αλητοτουρίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλητοτουρίστας | οι | αλητοτουρίστες |
| γενική | του | αλητοτουρίστα | των | αλητοτουριστών |
| αιτιατική | τον | αλητοτουρίστα | τους | αλητοτουρίστες |
| κλητική | αλητοτουρίστα | αλητοτουρίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλητοτουρίστας αρσενικό (θηλυκό αλητοτουρίστρια)
- (μειωτικό) τουρίστας που φαίνεται να μην έχει πολλά χρήματα, ταξίδευει με σακίδιο στην πλάτη, δείχνει κακοντυμένος και συνήθως διανυκτερεύει στην ύπαιθρο (ελεύθερο κάμπινγκ)
- βρωμοτουρίστας
- μπατιροτουρίστας
Μεταφράσεις
αλητοτουρίστας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.