αλητεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλητεία | οι | αλητείες |
| γενική | της | αλητείας | των | αλητειών |
| αιτιατική | την | αλητεία | τις | αλητείες |
| κλητική | αλητεία | αλητείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλητεία < αρχαία ελληνική ἀλητεία
Ουσιαστικό
αλητεία θηλυκό
- ο τρόπος ζωής του αλήτη, το να περιφέρεται κανείς στους δρόμους χωρίς να εργάζεται
- η ιδιότητα του αλήτη, η ξεδιαντροπιά, η αναισχυντία
Μεταφράσεις
αλητεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.