αλητεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλητεία οι αλητείες
      γενική της αλητείας των αλητειών
    αιτιατική την αλητεία τις αλητείες
     κλητική αλητεία αλητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλητεία < αρχαία ελληνική ἀλητεία

Ουσιαστικό

αλητεία θηλυκό

  1. ο τρόπος ζωής του αλήτη, το να περιφέρεται κανείς στους δρόμους χωρίς να εργάζεται
  2. η ιδιότητα του αλήτη, η ξεδιαντροπιά, η αναισχυντία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.