vagabondage

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ɡa.bɔ̃.daʒ/

Ετυμολογία

vagabondage < vagabonder

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vagabondage vagabondages

vagabondage (fr) αρσενικό

  1. η πράξη ή η συνήθεια της άσκοπης περιπλάνησης
  2. η αλητεία
  3. (μεταφορικά) η κατάσταση κατά την οποία η φαντασία περνά από μια σκέψη στην άλλη, που εξαρτάται από αυτήν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.