αλεύρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλεύρωμα | τα | αλευρώματα |
| γενική | του | αλευρώματος | των | αλευρωμάτων |
| αιτιατική | το | αλεύρωμα | τα | αλευρώματα |
| κλητική | αλεύρωμα | αλευρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλεύρωμα < αλευρώνω
Ουσιαστικό
αλεύρωμα ουδέτερο
- η συνέπεια του αλευρώνω
- πασπάλισμα με αλεύρι
- πασάλειμμα
- (μεταφορικά) επιδερμική αντίληψη γεγονότος, επιφανειακή μόρφωση
- (μεταφορικά) οι διάφορες προσθήκες σκοπιμότητας, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές. σε μια ειδησεογραφία, ή σε αναφορά.
Μεταφράσεις
αλεύρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.