αλευρόζουμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευρόζουμο τα αλευρόζουμα
      γενική του αλευρόζουμου των αλευρόζουμων
    αιτιατική το αλευρόζουμο τα αλευρόζουμα
     κλητική αλευρόζουμο αλευρόζουμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευρόζουμο < αλευρό- + -ζουμο

Ουσιαστικό

αλευρόζουμο ουδέτερο, πληθυντικός αλευρόζουμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

  1. αλευριά
  2. αλευρόνερο
  3. αλευροπολτός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.