αλευροπολτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευροπολτός οι αλευροπολτοί
      γενική του αλευροπολτού των αλευροπολτών
    αιτιατική τον αλευροπολτό τους αλευροπολτούς
     κλητική αλευροπολτέ αλευροπολτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευροπολτός < αλεύρι + πολτός

Ουσιαστικό

αλευροπολτός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.