-ζουμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ζουμο τα -ζουμα
      γενική του -ζουμου των -ζουμων
    αιτιατική το -ζουμο τα -ζουμα
     κλητική -ζουμο -ζουμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ζουμο < ζουμ(ί) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /zu.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ζουμο

Επίθημα

-ζουμο ουδέτερο

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ζουμο στο Βικιλεξικό

Πηγές

  • -ζουμο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.