πετιμέζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετιμέζι τα πετιμέζια
      γενική του πετιμεζιού των πετιμεζιών
    αιτιατική το πετιμέζι τα πετιμέζια
     κλητική πετιμέζι πετιμέζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετιμέζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pekmez

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.tiˈme.zi/

Ουσιαστικό

πετιμέζι ουδέτερο

  1. ο συμπυκνωμένος χυμός που παίρνουμε μετά από το βράσιμο του μούστου
  2. ο χαρακτηρισμός για κάτι με υπερβολικά γλυκιά γεύση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.