αλεπόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεπόπουλο τα αλεπόπουλα
      γενική του αλεπόπουλου των αλεπόπουλων
    αιτιατική το αλεπόπουλο τα αλεπόπουλα
     κλητική αλεπόπουλο αλεπόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλεπόπουλο < αλεπού + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο

Ουσιαστικό

αλεπόπουλο ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του αλεπού
  2. αλεπού που είναι μικρή σε ηλικία

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.