αλεπουδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεπουδάκι τα αλεπουδάκια
      γενική
    αιτιατική το αλεπουδάκι τα αλεπουδάκια
     κλητική αλεπουδάκι αλεπουδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλεπουδάκι

Ετυμολογία

αλεπουδάκι < αλεπού, αλεπούδ(ες) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.le.puˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλεπουδάκι

Ουσιαστικό

αλεπουδάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλεπού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.