αλεξικογράφητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεξικογράφητος η αλεξικογράφητη το αλεξικογράφητο
      γενική του αλεξικογράφητου της αλεξικογράφητης του αλεξικογράφητου
    αιτιατική τον αλεξικογράφητο την αλεξικογράφητη το αλεξικογράφητο
     κλητική αλεξικογράφητε αλεξικογράφητη αλεξικογράφητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεξικογράφητοι οι αλεξικογράφητες τα αλεξικογράφητα
      γενική των αλεξικογράφητων των αλεξικογράφητων των αλεξικογράφητων
    αιτιατική τους αλεξικογράφητους τις αλεξικογράφητες τα αλεξικογράφητα
     κλητική αλεξικογράφητοι αλεξικογράφητες αλεξικογράφητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλεξικογράφητος < α- + λεξικογραφώ + -τος

Επίθετο

αλεξικογράφητος[1]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλεξικογράφητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.