αλεξικογράφητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλεξικογράφητος | η | αλεξικογράφητη | το | αλεξικογράφητο |
| γενική | του | αλεξικογράφητου | της | αλεξικογράφητης | του | αλεξικογράφητου |
| αιτιατική | τον | αλεξικογράφητο | την | αλεξικογράφητη | το | αλεξικογράφητο |
| κλητική | αλεξικογράφητε | αλεξικογράφητη | αλεξικογράφητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλεξικογράφητοι | οι | αλεξικογράφητες | τα | αλεξικογράφητα |
| γενική | των | αλεξικογράφητων | των | αλεξικογράφητων | των | αλεξικογράφητων |
| αιτιατική | τους | αλεξικογράφητους | τις | αλεξικογράφητες | τα | αλεξικογράφητα |
| κλητική | αλεξικογράφητοι | αλεξικογράφητες | αλεξικογράφητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλεξικογράφητος < α- + λεξικογραφώ + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λεξικογραφία
Μεταφράσεις
αλεξικογράφητος
|
|
Αναφορές
- αλεξικογράφητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.