αλεξανδρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλεξανδρινός | η | αλεξανδρινή | το | αλεξανδρινό |
| γενική | του | αλεξανδρινού | της | αλεξανδρινής | του | αλεξανδρινού |
| αιτιατική | τον | αλεξανδρινό | την | αλεξανδρινή | το | αλεξανδρινό |
| κλητική | αλεξανδρινέ | αλεξανδρινή | αλεξανδρινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλεξανδρινοί | οι | αλεξανδρινές | τα | αλεξανδρινά |
| γενική | των | αλεξανδρινών | των | αλεξανδρινών | των | αλεξανδρινών |
| αιτιατική | τους | αλεξανδρινούς | τις | αλεξανδρινές | τα | αλεξανδρινά |
| κλητική | αλεξανδρινοί | αλεξανδρινές | αλεξανδρινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλεξανδρινός < Αλεξανδρινός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀλεξανδρινός επίθετο, με προφορά [nd]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.le.ksanˈðɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λε‐ξαν‐δρι‐νός
Επίθετο
αλεξανδρινός, -ή, -ό
- που ανάγεται στην ελληνιστική εποχή, στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή τον πολιτισμό της περιόδου
- ↪ Αυτό έγινε στα αλεξανδρινά χρόνια.
- ↪ η αλεξανδρινή φιλοσοφία
- → δείτε και τη λέξη Αλεξανδρινός για τους γραμματικούς και για τον Καβάφη
- που προέρχεται από την Αλεξάνδρεια ή αναφέρεται σ' αυτήν
- ↪ Με τον όρο «Αλεξανδρινοί», εννοούμε τους αλεξανδρινούς γραμματικούς της Αλεξάνδρειας της ελληνιστικής περιόδου.
- ↪ Έφερα αλεξανδρινά σύκα.
- αλεξαντρινός
Μεταφράσεις
αλεξανδρινός
|
|
Πηγές
- αλεξανδρινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλεξανδρινός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αλεξανδρινός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.