αλάφρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλάφρωμα τα αλαφρώματα
      γενική του αλαφρώματος των αλαφρωμάτων
    αιτιατική το αλάφρωμα τα αλαφρώματα
     κλητική αλάφρωμα αλαφρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλάφρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλάφρωμα ουδέτερο

  1. ελάφρωμα
  2. (μεταφορικά) ανακούφιση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.