ακρεβάτωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρεβάτωτος η ακρεβάτωτη το ακρεβάτωτο
      γενική του ακρεβάτωτου της ακρεβάτωτης του ακρεβάτωτου
    αιτιατική τον ακρεβάτωτο την ακρεβάτωτη το ακρεβάτωτο
     κλητική ακρεβάτωτε ακρεβάτωτη ακρεβάτωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρεβάτωτοι οι ακρεβάτωτες τα ακρεβάτωτα
      γενική των ακρεβάτωτων των ακρεβάτωτων των ακρεβάτωτων
    αιτιατική τους ακρεβάτωτους τις ακρεβάτωτες τα ακρεβάτωτα
     κλητική ακρεβάτωτοι ακρεβάτωτες ακρεβάτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακρεβάτωτος < α- + κρεβατώνω + -τος

Επίθετο

ακρεβάτωτος[1] [2]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.