ακκαδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακκαδικός η ακκαδική το ακκαδικό
      γενική του ακκαδικού της ακκαδικής του ακκαδικού
    αιτιατική τον ακκαδικό την ακκαδική το ακκαδικό
     κλητική ακκαδικέ ακκαδική ακκαδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακκαδικοί οι ακκαδικές τα ακκαδικά
      γενική των ακκαδικών των ακκαδικών των ακκαδικών
    αιτιατική τους ακκαδικούς τις ακκαδικές τα ακκαδικά
     κλητική ακκαδικοί ακκαδικές ακκαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακκαδικός < Ακκάδ + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ka.ðiˈkos/

Επίθετο

ακκαδικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.