ακετονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακετονικός η ακετονική το ακετονικό
      γενική του ακετονικού της ακετονικής του ακετονικού
    αιτιατική τον ακετονικό την ακετονική το ακετονικό
     κλητική ακετονικέ ακετονική ακετονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακετονικοί οι ακετονικές τα ακετονικά
      γενική των ακετονικών των ακετονικών των ακετονικών
    αιτιατική τους ακετονικούς τις ακετονικές τα ακετονικά
     κλητική ακετονικοί ακετονικές ακετονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακετονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acetonic < acetone < λατινική acetum < aceo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ- (οξύς)

Επίθετο

ακετονικός

  • (χημεία) που έχει σχέση με την ακετόνη, αναφέρεται σ’ αυτή ή την περιέχει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.