ακατανοησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακατανοησία | οι | ακατανοησίες |
| γενική | της | ακατανοησίας | των | ακατανοησιών |
| αιτιατική | την | ακατανοησία | τις | ακατανοησίες |
| κλητική | ακατανοησία | ακατανοησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακατανοησία < ακατανόη(τος) + -σία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ka.ta.no.iˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τα‐νο‐η‐σί‐α
Ουσιαστικό
ακατανοησία θηλυκό
- ενέργεια ή φράση που είναι ακατανόητη, το ακατάληπτο
- έλλειψη κατανόησης προς τους άλλους, η απονιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.