ακαρπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαρπία οι ακαρπίες
      γενική της ακαρπίας των ακαρπιών
    αιτιατική την ακαρπία τις ακαρπίες
     κλητική ακαρπία ακαρπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαρπία < αρχαία ελληνική ἀκαρπία < ἀ- + καρπός

Ουσιαστικό

ακαρπία θηλυκό

  1. η μη παραγωγή καρπών
     συνώνυμα: αγονία, αφορία
  2. ατεκνία
     συνώνυμα: αγονία, στειρότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.