ακάνθινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακάνθινος η ακάνθινη το ακάνθινο
      γενική του ακάνθινου της ακάνθινης του ακάνθινου
    αιτιατική τον ακάνθινο την ακάνθινη το ακάνθινο
     κλητική ακάνθινε ακάνθινη ακάνθινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακάνθινοι οι ακάνθινες τα ακάνθινα
      γενική των ακάνθινων των ακάνθινων των ακάνθινων
    αιτιατική τους ακάνθινους τις ακάνθινες τα ακάνθινα
     κλητική ακάνθινοι ακάνθινες ακάνθινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακάνθινος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκάνθινος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈkan.θi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακάνθινος

Επίθετο

ακάνθινος, -η, -ο

  • (λόγιο) που είναι φτιαγμένος από αγκάθια, ο αγκάθινος

Εκφράσεις

  • ακάνθινος στέφανος: το στεφάνι από αγκάθια που φόρεσε ο Χριστός κατά τη σταύρωσή του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.