σενσουαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σενσουαλισμός | οι | σενσουαλισμοί |
| γενική | του | σενσουαλισμού | των | σενσουαλισμών |
| αιτιατική | τον | σενσουαλισμό | τους | σενσουαλισμούς |
| κλητική | σενσουαλισμέ | σενσουαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σενσουαλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σενσουαλισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σενσουαλισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.