αιμοφιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοφιλία οι αιμοφιλίες
      γενική της αιμοφιλίας των αιμοφιλιών
    αιτιατική την αιμοφιλία τις αιμοφιλίες
     κλητική αιμοφιλία αιμοφιλίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιμοφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hémophilie < αιμο- + -φιλία
Η λέξη μαρτυρείται από το 1887

Προφορά

ΔΦΑ : /e.mo.fiˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιμοφιλία

Ουσιαστικό

αιμοφιλία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.