αἱμορροΐς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἱμορροΐς αἱ αἱμορροΐδες
      γενική τῆς αἱμορροΐδος τῶν αἱμορροΐδων
      δοτική τῇ αἱμορροΐδ ταῖς αἱμορροΐσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αἱμορροΐδ τὰς αἱμορροΐδᾰς
     κλητική ! αἱμορροΐς* αἱμορροΐδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἱμορροΐδε
γεν-δοτ τοῖν  αἱμορροΐδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἱμορροΐς < θηλυκό του επιθέτου αἱμόρροος / αἱμόρροος < (αἷμα) αἱμο- + ῥοῦς (ῥέω)

Ουσιαστικό

αἱμορροΐς θηλυκό

Συγγενικά

  • αἱμορροέω, αἱμορροῶ
  • αἱμορροΐσσα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.