αιμοκαλλιέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοκαλλιέργεια οι αιμοκαλλιέργειες
      γενική της αιμοκαλλιέργειας των αιμοκαλλιεργειών
    αιτιατική την αιμοκαλλιέργεια τις αιμοκαλλιέργειες
     κλητική αιμοκαλλιέργεια αιμοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιμοκαλλιέργεια < αιμο- + -καλλιέργεια

Ουσιαστικό

αιμοκαλλιέργεια θηλυκό

Ταυτόσημο

  • αιματοκαλλιέργεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.