αιμοδυναμική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοδυναμική οι αιμοδυναμικές
      γενική της αιμοδυναμικής των αιμοδυναμικών
    αιτιατική την αιμοδυναμική τις αιμοδυναμικές
     κλητική αιμοδυναμική αιμοδυναμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιμοδυναμική < (λόγιο δάνειο) γαλλική hémodynamique[1] (ελληνογενής γαλλικός όρος) < hémo- (< αἱμο-) + dynamique (< δυναμική)

Ουσιαστικό

αιμοδυναμική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.