αιματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιματικός | η | αιματική | το | αιματικό |
| γενική | του | αιματικού | της | αιματικής | του | αιματικού |
| αιτιατική | τον | αιματικό | την | αιματική | το | αιματικό |
| κλητική | αιματικέ | αιματική | αιματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιματικοί | οι | αιματικές | τα | αιματικά |
| γενική | των | αιματικών | των | αιματικών | των | αιματικών |
| αιτιατική | τους | αιματικούς | τις | αιματικές | τα | αιματικά |
| κλητική | αιματικοί | αιματικές | αιματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αίμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.