αιθυλιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιθυλιούχος | η | αιθυλιούχα | το | αιθυλιούχο |
| γενική | του | αιθυλιούχου | της | αιθυλιούχας | του | αιθυλιούχου |
| αιτιατική | τον | αιθυλιούχο | την | αιθυλιούχα | το | αιθυλιούχο |
| κλητική | αιθυλιούχε | αιθυλιούχα | αιθυλιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιθυλιούχοι | οι | αιθυλιούχες | τα | αιθυλιούχα |
| γενική | των | αιθυλιούχων | των | αιθυλιούχων | των | αιθυλιούχων |
| αιτιατική | τους | αιθυλιούχους | τις | αιθυλιούχες | τα | αιθυλιούχα |
| κλητική | αιθυλιούχοι | αιθυλιούχες | αιθυλιούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αιθυλιούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.