αιθίνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιθίνιο τα αιθίνια
      γενική του αιθίνιου των αιθίνιων
    αιτιατική το αιθίνιο τα αιθίνια
     κλητική αιθίνιο αιθίνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιθίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethyne < λατινική aether < αρχαία ελληνική αἰθήρ

Ουσιαστικό

αιθίνιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.