αθροίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αθροίσιμος | η | αθροίσιμη | το | αθροίσιμο |
| γενική | του | αθροίσιμου | της | αθροίσιμης | του | αθροίσιμου |
| αιτιατική | τον | αθροίσιμο | την | αθροίσιμη | το | αθροίσιμο |
| κλητική | αθροίσιμε | αθροίσιμη | αθροίσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αθροίσιμοι | οι | αθροίσιμες | τα | αθροίσιμα |
| γενική | των | αθροίσιμων | των | αθροίσιμων | των | αθροίσιμων |
| αιτιατική | τους | αθροίσιμους | τις | αθροίσιμες | τα | αθροίσιμα |
| κλητική | αθροίσιμοι | αθροίσιμες | αθροίσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈθɾi.si.mos/
Επίθετο
αθροίσιμος
Συγγενικά
- αθροιστικός
- και → δείτε τη λέξη αθροίζω
Αναφορές
- αθροίσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.