αθροίσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθροίσιμος η αθροίσιμη το αθροίσιμο
      γενική του αθροίσιμου της αθροίσιμης του αθροίσιμου
    αιτιατική τον αθροίσιμο την αθροίσιμη το αθροίσιμο
     κλητική αθροίσιμε αθροίσιμη αθροίσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθροίσιμοι οι αθροίσιμες τα αθροίσιμα
      γενική των αθροίσιμων των αθροίσιμων των αθροίσιμων
    αιτιατική τους αθροίσιμους τις αθροίσιμες τα αθροίσιμα
     κλητική αθροίσιμοι αθροίσιμες αθροίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αθροίσιμος < θέμα αθροίσ- από το αθροίζω + -ιμος. Η ελληνιστική λέξη ἀθροίσιμος, επίθετο, για ημέρα που συγκεντρώνονται οι πιστοί.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈθɾi.si.mos/

Επίθετο

αθροίσιμος

  1. που μπορεί να προστεθεί, να αθροιστεί
    αθροίσιμα μεγέθη
  2. (μαθηματικά) (για ακολουθία) Μία ακολουθία λέγεται αθροίσιμη αν και μόνο αν η ακολουθία συγκλίνει.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.