αθροίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αθροίζω < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική sum (αρχαία ελληνική ἀθροίζω: συγκεντρώνω, μαζεύω)
Ρήμα
αθροίζω
- εκτελώ τη μαθηματική πράξη της πρόσθεσης και υπολογίζω το άθροισμα δύο ή περισσότερων ποσών
- (μεταφορικά) συγκεντρώνω έναν αριθμό στοιχείων σε ένα σύνολο
- είναι καιρός να αθροίσουμε τις πολυδιασπασμένες δυνάμεις του χώρου μας και να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αθροίζω | άθροιζα | θα αθροίζω | να αθροίζω | αθροίζοντας | |
| β' ενικ. | αθροίζεις | άθροιζες | θα αθροίζεις | να αθροίζεις | άθροιζε | |
| γ' ενικ. | αθροίζει | άθροιζε | θα αθροίζει | να αθροίζει | ||
| α' πληθ. | αθροίζουμε | αθροίζαμε | θα αθροίζουμε | να αθροίζουμε | ||
| β' πληθ. | αθροίζετε | αθροίζατε | θα αθροίζετε | να αθροίζετε | αθροίζετε | |
| γ' πληθ. | αθροίζουν(ε) | άθροιζαν αθροίζαν(ε) |
θα αθροίζουν(ε) | να αθροίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | άθροισα | θα αθροίσω | να αθροίσω | αθροίσει | ||
| β' ενικ. | άθροισες | θα αθροίσεις | να αθροίσεις | άθροισε | ||
| γ' ενικ. | άθροισε | θα αθροίσει | να αθροίσει | |||
| α' πληθ. | αθροίσαμε | θα αθροίσουμε | να αθροίσουμε | |||
| β' πληθ. | αθροίσατε | θα αθροίσετε | να αθροίσετε | αθροίστε | ||
| γ' πληθ. | άθροισαν αθροίσαν(ε) |
θα αθροίσουν(ε) | να αθροίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αθροίσει | είχα αθροίσει | θα έχω αθροίσει | να έχω αθροίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αθροίσει | είχες αθροίσει | θα έχεις αθροίσει | να έχεις αθροίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αθροίσει | είχε αθροίσει | θα έχει αθροίσει | να έχει αθροίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αθροίσει | είχαμε αθροίσει | θα έχουμε αθροίσει | να έχουμε αθροίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αθροίσει | είχατε αθροίσει | θα έχετε αθροίσει | να έχετε αθροίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αθροίσει | είχαν αθροίσει | θα έχουν αθροίσει | να έχουν αθροίσει |
| |
Μεταφράσεις
αθροίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.