αθλητικογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αθλητικογράφος οι αθλητικογράφοι
      γενική του/της αθλητικογράφου των αθλητικογράφων
    αιτιατική τον/την αθλητικογράφο τους/τις αθλητικογράφους
     κλητική αθλητικογράφε αθλητικογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αθλητικογράφος < αθλητικ(ά) + -ο- + -γράφος (< γράφω)

Ουσιαστικό

αθλητικογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.