αθέρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αθέρας οι αθέρες
      γενική του αθέρα των αθέρων
    αιτιατική τον αθέρα τους αθέρες
     κλητική αθέρα αθέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αθέρας < αρχαία ελληνική ἀθήρ

Ουσιαστικό

αθέρας αρσενικό (& θηλυκό αθέρα)

  1. ο αθήρ
  2. η κόψη οργάνων που κόβουν (μαχαιριών, ξυραφιών κλπ)
  3. (μεταφορικά) η αφρόκρεμα
  4. (λογοτεχνικό) αιθέρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.