αζωτοδεσμευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζωτοδεσμευτικός η αζωτοδεσμευτική το αζωτοδεσμευτικό
      γενική του αζωτοδεσμευτικού της αζωτοδεσμευτικής του αζωτοδεσμευτικού
    αιτιατική τον αζωτοδεσμευτικό την αζωτοδεσμευτική το αζωτοδεσμευτικό
     κλητική αζωτοδεσμευτικέ αζωτοδεσμευτική αζωτοδεσμευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζωτοδεσμευτικοί οι αζωτοδεσμευτικές τα αζωτοδεσμευτικά
      γενική των αζωτοδεσμευτικών των αζωτοδεσμευτικών των αζωτοδεσμευτικών
    αιτιατική τους αζωτοδεσμευτικούς τις αζωτοδεσμευτικές τα αζωτοδεσμευτικά
     κλητική αζωτοδεσμευτικοί αζωτοδεσμευτικές αζωτοδεσμευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αζωτοδεσμευτικός < αζωτοδέσμευση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nitrogen-fixing)

Επίθετο

αζωτοδεσμευτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.