αζουρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αζουρίτης | οι | αζουρίτες |
| γενική | του | αζουρίτη | των | αζουριτών |
| αιτιατική | τον | αζουρίτη | τους | αζουρίτες |
| κλητική | αζουρίτη | αζουρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
