αζουρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αζουρίτης οι αζουρίτες
      γενική του αζουρίτη των αζουριτών
    αιτιατική τον αζουρίτη τους αζουρίτες
     κλητική αζουρίτη αζουρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αζουρίτης : απόδοση της γαλλικής azurite < azur (: βαθύ μπλέ)

Ουσιαστικό

αζουρίτης

αζουρίτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.