αειφορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αειφορικός | η | αειφορική | το | αειφορικό |
| γενική | του | αειφορικού | της | αειφορικής | του | αειφορικού |
| αιτιατική | τον | αειφορικό | την | αειφορική | το | αειφορικό |
| κλητική | αειφορικέ | αειφορική | αειφορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αειφορικοί | οι | αειφορικές | τα | αειφορικά |
| γενική | των | αειφορικών | των | αειφορικών | των | αειφορικών |
| αιτιατική | τους | αειφορικούς | τις | αειφορικές | τα | αειφορικά |
| κλητική | αειφορικοί | αειφορικές | αειφορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αειφορικός < αειφορ(ία) + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.i.fo.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ει‐φο‐ρι‐κός
Επίθετο
αειφορικός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του αειφόρος
- ※ Σε μας η διατηρήσιμη ανάπτυξη της κ. Brundtland αποδόθηκε, εδώ και καιρό, με τον εύηχο και κομψό όρο "αειφορική" ή "αειφόρος" ανάπτυξη. Οι λέξεις" αειφόρος", "αειφορικός", "αειφορία" χαρακτηρίζουν τον πάντα καρποφορούντα, τον πάντοτε παράγοντα, τον αειθαλή. Ως όροι, οι λέξεις "αειφορικός" ή "αειφόρος" για το χαρακτηρισμό της ανάπτυξης υποβάλλουν την έννοια της αθώας ή ακίνδυνης, "ες αεί" συνεχιζόμενης, ανάπτυξης και έτσι προκαλούν επανάπαυση και σύγχυση πολύ μεγαλύτερη από ό,τι συμβαίνει με τον όρο "διατηρήσιμη" ανάπτυξη.
- Καλοπίσης, Γιάννης Θ. (3 Ιανουαρίου 1998), Ενας άστοχος και παραπλανητικός όρος, Ριζοσπάστης
- ※ Σε μας η διατηρήσιμη ανάπτυξη της κ. Brundtland αποδόθηκε, εδώ και καιρό, με τον εύηχο και κομψό όρο "αειφορική" ή "αειφόρος" ανάπτυξη. Οι λέξεις" αειφόρος", "αειφορικός", "αειφορία" χαρακτηρίζουν τον πάντα καρποφορούντα, τον πάντοτε παράγοντα, τον αειθαλή. Ως όροι, οι λέξεις "αειφορικός" ή "αειφόρος" για το χαρακτηρισμό της ανάπτυξης υποβάλλουν την έννοια της αθώας ή ακίνδυνης, "ες αεί" συνεχιζόμενης, ανάπτυξης και έτσι προκαλούν επανάπαυση και σύγχυση πολύ μεγαλύτερη από ό,τι συμβαίνει με τον όρο "διατηρήσιμη" ανάπτυξη.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αειφορία
Μεταφράσεις
αειφορικός
|
→ δείτε τη λέξη αειφόρος |
Πηγές
- αειφορικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- αειφορικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.