inertia

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

inertia (en)

  1. (φυσική) η αδράνεια (η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης)
  2. (μεταφορικά) η αδράνεια, η έλλειψη διάθεσης για ενέργεια, δράση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.