inertia
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
inertia
(en)
(
φυσική
)
η
αδράνεια
(η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης)
(
μεταφορικά
)
η
αδράνεια
, η έλλειψη διάθεσης για ενέργεια, δράση
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.